Λέξη: αίνιγμα

Σχετικές λέξεις: αίνιγμα

αίνιγμα για το χελιδόνι, αίνιγμα για παιδιά, αίνιγμα με ζωα, αίνιγμα του αινσταιν, αίνιγμα της σφίγγας, αίνιγμα 1998, αίνιγμα για χελιδόνι, αίνιγμα με φυτά, αίνιγμα για ζωα, αίνιγμα ταινια, το αίνιγμα

Συνώνυμα: αίνιγμα

εξέταση, ερώτημα, παζλ, γρίφος, σπαζοκεφαλιά, απορία, κόσκινο, μυστήριο, γαργαλιστής

Μεταφράσεις: αίνιγμα

αίνιγμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mystery, enigma, riddle, conundrum, puzzle

αίνιγμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arcano, adivinanza, misterio, enigma, enigma de, enigmas, el enigma

αίνιγμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rätsel, geheimnis, mysterium, Rätsel, enigma, Rätsels, Mysterium

αίνιγμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
secret, énigme, cachotterie, arcane, mystère, enigma, énigmes, l'énigme

αίνιγμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
enigma, segreto, indovinello, mistero, dell'enigma, all'enigma

αίνιγμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enigma, adivinhação, misterioso, mistério

αίνιγμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geheimenis, raadsel, mysterie, puzzel, enigma, van Enigma, geheim

αίνιγμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тайна, загадка, подноготная, мистерия, таинство, таинственность, Enigma, загадкой, Энигма, загадку

αίνιγμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gåte, mysterium, enigma, gåten

αίνιγμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gåta, mysterium, enigma, gåtan, enigmaen

αίνιγμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mysteeri, arvoitus, dekkaritarina, salaisuus, Enigma, arvoituksen, arvoitusta

αίνιγμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gåde, mystik, mysterium, enigma, gåden, Gaade

αίνιγμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mystérium, záhada, tajemství, hádanka, Enigma, záhadou, hádankou

αίνιγμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zagadka, misterium, tajemnica, enigma, zagadką, Enigmy, zagadkę

αίνιγμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
titkolózás, rejtély, misztérium, hittitok, talány, Enigma, rejtélyét

αίνιγμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gizem, sır, bilmece, enigma, muamma, muammadır, sırdır

αίνιγμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тайна, містерія, загадка, таємниця, таїна

αίνιγμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
enigmë, enigmë e, enigma, enigmë të, enigme

αίνιγμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тайна, енигма, загадка, Enigma, енигмата

αίνιγμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
загадка

αίνιγμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõistatus, müsteerium, Enigma, mõistatuseks, mõistatuski

αίνιγμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tajna, zagonetka, Enigma, zagonetkom, zagonetku, nepoznanica

αίνιγμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Ráðgátur, Enigma

αίνιγμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mįslė, paslaptingumas, paslaptis, mįslingumas, Enigma

αίνιγμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīkla, noslēpums, Enigma

αίνιγμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
енигма, енигмата, загатката, загатка, енигма во

αίνιγμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
enigmă, Enigma, enigme, mister, Enigma a

αίνιγμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
enigma, uganka, Tajnost

αίνιγμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
záhada, zázrak, hádanka, puzzle

Στατιστικά δημοτικότητας: αίνιγμα

Τυχαίες λέξεις