Bewandt στα ελληνικά

Μετάφραση: bewandt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έντεχνος
Bewandt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bewaldet στα ελληνικά - δασικές, δασωμένες, δασώδεις, δασώδη, δασικών
  • bewandert στα ελληνικά - προχωρημένος, έντεχνος, ικανός, εντριβής, μυημένος, έμπειρος
  • bewarb στα ελληνικά - εφαρμοσμένη, εφαρμοσμένης, Applied, Εφαρμοσμένων, της εφαρμοσμένης
Τυχαίες λέξεις
Bewandt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έντεχνος