Λέξη: πρόσμειξη

Μεταφράσεις: πρόσμειξη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
admixture, additive, impurity, contaminant, doped, blend
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impureza, impurezas, la impureza, de impurezas, impureza de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusatzstoff, mischen, beimengung, zusatzmittel, linear, zusatz, beimischung, Verunreinigung, Unreinheit, Verunreinigungs, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ingrédient, accessoire, alliage, linéaire, addition, additif, supplémentaire, mélange, mélanger, impureté, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impurità, impurezza, di impurità, impurezze, l'impurità
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aditivos, mistura, impureza, impurezas, de impurezas, de impureza, a impureza
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
additief, onzuiverheid, verontreiniging, onzuiverheden, onreinheid, verontreinigingen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
примесь, добавка, присадка, смесь, смешивание, примеси, примесей, примесный, примесной
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
urenhet, forurensning, urenheter, impurity, urenheten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
orenhet, förorening, förorenings, föroreningen, orenheter
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lisäaine, seostuminen, sekoitus, sekoittaminen, epäpuhtaus, epäpuhtauksien, epäpuhtautena, epäpuhtauden, epäpuhtaudeksi
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
urenhed, urenheder, urenheden
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přísada, příměs, přídavný, nečistota, nečistoty, nečistotu, nečistotou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyprawa, dodawanie, domieszka, przymieszka, dodatek, addytywny, zanieczyszczenie, nieczystość, zanieczyszczeń, zanieczyszczenia, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
adalékanyag, ráadás, hozzáadás, hozzákeverés, szennyező, szennyeződés, szennyezőt
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kirlilik, safsızlık, yabancı madde, impürite, pislik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
добавка, домішку, домішка, змішування, суміш, домішки, домішок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
papastërti, papastërtia, ndotje, papastërtia e, papasterti
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
присадка, добавка, примес, онечистване, нечистота, онечиствания
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прымешка, дамесак, прымешку, дамешку, прымесь
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lisand, manus, lisandi, lisandina, lisandiks, ebapuhtusena
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smjesa, dodatak, mješavina, primjesa, smiješa, nečistoća, nečistoće, nečistoću, onečišćenje
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óhreinindum, óhreinindi, óhreinleiki, óhreinindin, óhreininda
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priemaiša, priemaišas, priemaišų, priemaišos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piemaisījums, piemaisījumu, piemaisījumi, piemaisījuma, nešķīstība
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нечистотија, нечистота, нечистотии, нечистотата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
impuritate, impurități, de impurități, impuritatea, necurăție
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aditivní, nečistočo, nečistoča, nečistoče, nečistost, nečistota
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nečistota, nečistoty, špina, nečistotou, nečistotu
Τυχαίες λέξεις