Bewohner στα ελληνικά
Μετάφραση: bewohner, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάτοικος, κάτοχος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bewohnend στα ελληνικά - κατοικούν, που κατοικούν, κατοικούσαν, που κατοικούσαν, διαβιούν
- bewohnerin στα ελληνικά - κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
- bewohnt στα ελληνικά - κατοικείται, κατοικήθηκε, κατοικούνται, κατοικούνταν, κατοικηθεί
Τυχαίες λέξεις
Bewohner στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάτοικος, κάτοχος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
Μεταφράσεις: κάτοικος, κάτοχος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου