Λέξη: πατσάς
Σχετικές λέξεις: πατσάς
πατσάς σούπα, πατσάς 92, πατσάς συνταγές, πατσάς θερμίδες, πατσάς αθήνα, πατσάς συνταγή, πατσάς μοσχαρίσιος, πατσάς ποδαράκι, πατσάσ κοκκινιστόσ, πατσάς αρνίσιος
Συνώνυμα: πατσάς
στόμαχος βοός, πάτσα
Μεταφράσεις: πατσάς
πατσάς στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tripe, tripe soup, patsas soup
πατσάς στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
callos, tripa, tripas, mondongo, los callos
πατσάς στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kaldaunen, gekröse, tripe, Kutteln, Kaldaunen, Pansen
πατσάς στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sornette, tripes, les tripes, tripe, des tripes, de tripes
πατσάς στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trippa, la trippa, trippe, di trippa, trippa di
πατσάς στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tripas, tripe, tripa, bucho, dobradinha
πατσάς στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pens, reeds genoemde faciliteiten, pensen, reeds genoemde faciliteiten heeft, darmen
πατσάς στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дрянь, чушь, требуха, рубец, чепуха, вздор, рубцы, требухой, рубца
πατσάς στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innmat, tripe, vrøvl
πατσάς στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
magar, komage, tripe, tripen, komagar
πατσάς στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hölynpöly, vatsa, sisälmykset, roska, mahalaukku, tripe, mahojen, puppu
πατσάς στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kallun, tripe, tarme, bras
πατσάς στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nesmysl, dršťky, šmejd, dršťková, drštěk
πατσάς στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
flaczki, trójka, flaki, bzdura, tripe, flaków, wycieczki podwodne
πατσάς στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pacal, szennyirodalom, pacalt, bendő tisztítására, bendő tisztítására szolgálnak, a pacal
πατσάς στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saçmalık, işkembe, tripe, boş lâf, saçma
πατσάς στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нісенітниця, рубець, дурниця, кендюх
πατσάς στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
plëndës, kukurec, plënc
πατσάς στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шкембе, шкембета, боклук, безсмислици
πατσάς στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рубец
πατσάς στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rupskid, Pump, sisikonna, sisikonna töötlemiseks, mao puhastamiseks
πατσάς στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
škembići, tripice
πατσάς στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tripe
πατσάς στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žarnokai, žarnų, Tripe, Blēņas, Muļķības
πατσάς στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
muļķības, ķidas, blēņas
πατσάς στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шкембето, шкембе, чкембе, ѓубре
πατσάς στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
măruntaie, burta, de burtă, de burta, burta de
πατσάς στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vampi, vampe, vampov
πατσάς στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
držky, dršťky
Τυχαίες λέξεις