Breit στα ελληνικά
Μετάφραση: breit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευρύς, πλατύς, μεθυσμένος, φαρδύς, φέσι, ευρύ, ευρεία, μεγάλη, ευρείας, μεγάλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brei στα ελληνικά - κουρκούτι, πολτός, πολτού, πουρέ, γλεύκους, mash
- breie στα ελληνικά - paps, ΜΖΠ, ΜΖΠ που, των ΜΖΠ
- breitband στα ελληνικά - ευρυζωνική, ευρυζωνικών, ευρυζωνικές, ευρυζωνικής, ευρυζωνικό
- breite στα ελληνικά - φαρδύς, πλατύς, ευρύς, φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, ...
Τυχαίες λέξεις
Breit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευρύς, πλατύς, μεθυσμένος, φαρδύς, φέσι, ευρύ, ευρεία, μεγάλη, ευρείας, μεγάλο
Μεταφράσεις: ευρύς, πλατύς, μεθυσμένος, φαρδύς, φέσι, ευρύ, ευρεία, μεγάλη, ευρείας, μεγάλο