Λέξη: καταδίωξη

Σχετικές λέξεις: καταδίωξη

καταδίωξη στο παγκράτι, καταδίωξη ληστών στο κιλκίς το 1923, καταδίωξη μέσα στην καταιγίδα, καταδίωξη με τα μάτια ενός αστυνομικού, καταδίωξη ληστών, καταδίωξη ονειροκρίτησ, καταδίωξη αλβανών, καταδίωξη ληστών στην ηλιούπολη, καταδίωξη με τηλεκατευθυνόμενα, καταδίωξη στο βουνό των μαγισσών

Συνώνυμα: καταδίωξη

κυνηγητό, κυνήγι, γλυφή, επιδίωξη, αναζήτηση, ασχολία, διωγμός, δίωξη, εκτέλεση, συνέχιση

Μεταφράσεις: καταδίωξη

καταδίωξη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pursuit, chase, persecution, prosecution, tracking

καταδίωξη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
persecución, caza, chase, persecución de, la persecución

καταδίωξη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verfolgung, arbeiten, verfolgungsjagd, jagd, Jagd, Verfolgungsjagd, jagen, Chase, Verfolgung

καταδίωξη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
persécution, recherche, quête, chasse, passe-temps, poursuite, chase, la chasse, chenillard

καταδίωξη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inseguimento, caccia, Chase, inseguire, la caccia

καταδίωξη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perseguir, perseguição, acossar, seguir, chase, caça, perseguição de, caçada

καταδίωξη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achtervolging, vervolging, achtervolgen, jacht, jagen, najagen, Chase

καταδίωξη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
занятие, поиск, погоня, поиски, дело, гон, деятельность, стремление, старание, преследование, Чейз, Chase, погони

καταδίωξη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfølgelse, chase, jage, jakten, jakt

καταδίωξη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
jakt, chase, jaga, jakten, jagar

καταδίωξη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyrintö, tavoittelu, jahti, toiminta, ajojahti, ajanviete, jahdata, Chase, ajaa, nukkua, kehykseen

καταδίωξη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jagt, forfølgelse, chase, jagten, jage

καταδίωξη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pronásledování, stíhání, honička, honit, chase, honba, pronásledovat

καταδίωξη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pogoń, pościg, dążenie, gonitwa, ściganie, gonić, ścigać

καταδίωξη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üldözés, Chase, hajsza, üldözőbe

καταδίωξη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
takip, kovalamak, chase, kovalamaca, kovalama

καταδίωξη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переслідування, погоня, гонитва

καταδίωξη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndjekje, fole, pre, gjah, skalis

καταδίωξη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гонитба, преследване, лов, Чейс, Chase

καταδίωξη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пагоня, Пагоня Гэта, пагоні, пагонячы, Пагоню

καταδίωξη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
harrastus, jälitamine, tagaajamine, chase, jälitama, Chase'i, Säntäillä

καταδίωξη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zanimanje, lov, provođenje, potraga, potjera, hajka, Chase, juriti

καταδίωξη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirför, elting, elta, Chase, sf, eltast

καταδίωξη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
consectatio

καταδίωξη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
medžioklė, pomėgis, hobis, vytis, persekioti, persekiojimas, vaikymasis, gainioti

καταδίωξη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vaļasprieks, hobijs, vajāšana, pakaļdzīšanās, grope, medības, medīt, dzīties pakaļ

καταδίωξη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бркотница, потера, Чејс, бркаат, бркотница со

καταδίωξη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
hobby, distracţie, urmărire, Chase, urmări, urmărire de, cursă

καταδίωξη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
chase, lov, zasledovanja

καταδίωξη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
naháňačka, honička, nahanacka, naháňačky

Στατιστικά δημοτικότητας: καταδίωξη

Τυχαίες λέξεις