Disziplin στα ελληνικά
Μετάφραση: disziplin, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μελέτη, θέμα, υποκείμενο, πειθαρχώ, γραφείο, πεδίο, σπουδάζω, πειθαρχία, σπουδές, χωράφι, τομέας, αντικείμενο, υπήκοος, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- distribution στα ελληνικά - διασπορά, κατανομή, διανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
- distrikt στα ελληνικά - περιφέρεια, περιοχή, μαχαλάς, έδαφος, ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ, ΕΠΑΡΧΙΑ, DISTRICT, ...
- disziplinarisch στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
- disziplinieren στα ελληνικά - πειθαρχία, διορθώνω, σωστός, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Τυχαίες λέξεις
Disziplin στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μελέτη, θέμα, υποκείμενο, πειθαρχώ, γραφείο, πεδίο, σπουδάζω, πειθαρχία, σπουδές, χωράφι, τομέας, αντικείμενο, υπήκοος, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Μεταφράσεις: μελέτη, θέμα, υποκείμενο, πειθαρχώ, γραφείο, πεδίο, σπουδάζω, πειθαρχία, σπουδές, χωράφι, τομέας, αντικείμενο, υπήκοος, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία