Πειθαρχία στα γερμανικά
Μετάφραση: πειθαρχία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestrafen, wissenszweig, disziplin, disziplinieren, strafe, bestrafung, benehmen, Disziplin, Zucht
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθαρχία
πειθαρχία στην σχολική τάξη, πειθαρχία στο σχολείο, πειθαρχία στη σχολική τάξη, πειθαρχία και παιδί, πειθαρχία και γνώση, πειθαρχία λεξικό γλώσσας γερμανικά, πειθαρχία στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πειθήνιος στα γερμανικά - sanftmütig, gehorsam, mild, gelehrig, bescheiden, hold, folgsam, ...
- πειθαναγκάζω στα γερμανικά - gezwungen, genötigt, Zwang, erzwungene, erzwungen
- πειθαρχικός στα γερμανικά - disziplinarisch, Disziplinar-, Disziplinar, disziplinären
- πειθαρχώ στα γερμανικά - benehmen, disziplinieren, bestrafen, wissenszweig, strafe, bestrafung, disziplin, ...
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: bestrafen, wissenszweig, disziplin, disziplinieren, strafe, bestrafung, benehmen, Disziplin, Zucht
Μεταφράσεις: bestrafen, wissenszweig, disziplin, disziplinieren, strafe, bestrafung, benehmen, Disziplin, Zucht