Durchblutung στα ελληνικά

Μετάφραση: durchblutung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυκλοφορία, κυκλοφορίας, την κυκλοφορία, κυκλοφορία του
Durchblutung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • durchblick στα ελληνικά - άποψη, ορίζοντας, προοπτική, θέα, ενόψει, όψη, προβολή
  • durchblicke στα ελληνικά - από το βλέμμα
  • durchblätternd στα ελληνικά - thumbing
  • durchbohrend στα ελληνικά - κοφτερός, οξυδερκής, μυτερός, διαπεραστικός, αιφνίδιος, διάτρηση, τρύπημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Durchblutung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυκλοφορία, κυκλοφορίας, την κυκλοφορία, κυκλοφορία του