Λέξη: ύποπτος
Σχετικές λέξεις: ύποπτος
ύποπτος - ήθελα να πιώ, ύποπτος - η πιο γλυκιά μπαλάντα, ύποπτος συνώνυμα, ύποπτος για φόνο, ύποπτοσ θόρυβοσ για καραμανλή, ύποπτος της οδού άρλινγκτον, ύποπτος η πιο γλυκιά μπαλάντα στίχοι, ύποπτος - η πιο γλυκιά μπαλάντα lyrics, ύποπτοσ πολίτησ, ύποπτος - 'εισαι ο αγγελος μου στιχοι
Συνώνυμα: ύποπτος
παράξενος, αλλόκοτος, αδιάθετος, καχύποπτος, δύσπιστος, φιλύποπτος
Μεταφράσεις: ύποπτος
ύποπτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shady, suspicious, suspect, suspected, suspected person, suspected of
ύποπτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sospechoso, umbrío, tenebroso, desconfiado, receloso, sombrío, suspicaz, sospechosa, sospechosos, sospecha, sospechoso de
ύποπτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
misstrauisch, argwöhnisch, schattig, fehlerverdächtig, verdächtige, verdächtigen, verdächtig, vermuten, Verdächtiger
ύποπτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soupçonneux, suspicion, soupçon, louche, suspect, ombragé, obscur, défiant, abstrus, douteux, suspecte, suspects, suspectes, suspect a
ύποπτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diffidente, sospettoso, sospetto, sospetta, sospettato, sospetti, indagato
ύποπτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desconfiado, suspeito, suspeita, suspeitos, suspeitas, suspeitar
ύποπτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdachte, achterdochtig, wantrouwig, verdacht, argwanend, vermoeden, de verdachte, verdenken
ύποπτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
теневой, нечистый, тенистый, жуликоватый, плохой, мнительный, нечистоплотный, сомнительный, настороженный, подозрительный, тинистый, подозреваемый, подозреваемого, подозреваемым, подозревают, подозреваемому
ύποπτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mistenkte, mistenkt, mistenker, mistanke
ύποπτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
misstänksam, misstänkt, misstänkte, misstänkta, misstänker, misstänktes
ύποπτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luulevainen, epäluuloinen, epäilevä, hämäräperäinen, epäiltävä, epäilty, epäillyn, epäillä, epäiltyä, epäilyttävien
ύποπτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mistænkte, mistænkt, mistanke, mistanke om, mistænktes
ύποπτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podezřívavý, podezíravý, nedůvěřivý, temný, podezřelý, podezřelé, podezření, podezřelá, podezřelým
ύποπτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieufny, ciemny, cienisty, podejrzliwy, podejrzany, podejrzanego, podejrzanym, podejrzane, podejrzana
ύποπτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
árnyas, gyanús, gyanúsított, gyanúsítottat, gyanúsítottnak, gyanúsítottal
ύποπτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şüpheli, şüphelinin, zanlısı, zanlı, sanık
ύποπτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поганий, підозрілий, поганій, сумнівний, поганої, тінистий, підозрюваний, підозрюваного
ύποπτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dyshimtë, dyshuari, dyshuar, i dyshuar, i dyshuari
ύποπτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заподозрян, заподозрения, заподозряно, подозират
ύποπτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падазраваны, падазроны, падазраецца, які падазраецца, падазраванага
ύποπτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahtlustav, kahtlane, varjuline, kahtlusalune, kahtlustatava, kahtlustatav, kahtlustatavale
ύποπτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mračan, podozriv, sjenovit, sjenovitih, nejasan, sumnjiv, osumnjičeni, osumnjičenik, osumnjiceni
ύποπτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grunsamur, grunar, gruna, grunaður, grunur, grun
ύποπτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įtarti, įtartinas, įtariamas, įtariamasis, įtariamajam
ύποπτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizdomīgs, aizdomās turētais, aizdomās turētā, aizdomās turētajam, aizdomās turēto
ύποπτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осомничениот, осомничен, сомневаат, осомничен за, се сомневаат
ύποπτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suspect, suspecte, suspectă, suspectul, suspecta
ύποπτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
osumljenec, osumljenca, sumljive, osumljena, osumljencu
ύποπτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pochybný, podozrivý, podozrivá, podozrivého, podozrivé, podozrenie