Durchtränken στα ελληνικά
Μετάφραση: durchtränken, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, εμποτίζω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aussichtsreich στα ελληνικά - υποσχόμενος, ελπιδοφόρος, ελπιδοφόρα, πολλά υποσχόμενη, υποσχόμενη
- besatzung στα ελληνικά - πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
- bestätigung στα ελληνικά - απόδειξη, αναγνώριση, ενίσχυση, επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, πειστήριο, επιβεβαίωση, ...
- drehte στα ελληνικά - γύρισε, στράφηκε, αποδείχθηκε, μετατραπεί, ενεργοποιημένη
Τυχαίες λέξεις
Durchtränken στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, εμποτίζω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν
Μεταφράσεις: μουσκεύω, εμποτίζω, διαβρέχω, κορεσμό, κορεστεί, τον κορεσμό, κορεσθούν