Λέξη: κράνος

Σχετικές λέξεις: κράνος

κράνος shoei, κράνος bell, κράνος για scooter, κράνος enduro, κράνος ποδηλάτου lidl, κράνος nolan, κράνος fox, κράνος ποδηλάτου, κράνος μτ, κράνος μηχανης, κρανος

Συνώνυμα: κράνος

περικεφαλαία

Μεταφράσεις: κράνος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
helmet, a helmet, helmets, safety helmet, the helmet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
yelmo, casco, casco de, el casco, del casco
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schutzhelm, helm, Helm, Sturzhelm, Helms
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
casque, casque de, un casque, le casque, casques
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
casco, elmetto, elmo, il casco, del casco
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capacete, leme, capacete de, elmo, do capacete, helmet
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
helm, de helm, helmet, helm van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
каска, бугель, колпак, глист, шлем, шлема, шлемом, шлеме
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hjelm, hjelmen, helmet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kask, hjälm, hjälmen, helmet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kypärä, kypärän, Helmet, kypärää, kypärään
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjelm, hjelmen, helmet, cykelhjelm
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přilba, helma, přilbu, helmu, přilby
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
hełm, kask, szyszak, Helmet, hełm Ochrona, kasku
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sisak, sisakot, sisakját, bukósisak, helmet
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
miğfer, kask, helmet, kaskı, başlık
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шлем, бугель, шолом, шлемо, каска
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
helmetë, përkrenare, përkrenaren, përkrenare të, helmetë të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
каска, шлем, шлема, каската
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шлем, шалом
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiiver, kiivri, kiivrit, helmet, kiivriga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šljem, kaciga, kacigu, kacige, helmet
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjálmur, hjálm, Helmet, hjálmi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šalmas, šalmo, šalmą, helmet, šalmai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizsargcepure, ķivere, ķiveri, helmet, aizsargķiveres
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шлемот, шлем, кацига, кацигата, Слем
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cască, casca, coif, casca de, cască de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čelada, čelade, čelado, helmet
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
helma, prilba

Στατιστικά δημοτικότητας: κράνος

Τυχαίες λέξεις