Eigene στα ελληνικά
Μετάφραση: eigene, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anliegend στα ελληνικά - πρόσφορος, προσαρμογή, συναρμολόγηση, εφαρμογή, τοποθέτηση, εξάρτημα
- artikulierend στα ελληνικά - articulately, αρθρωτά
- aufgetrieben στα ελληνικά - διογκωμένη, διαστέλλεται, διάταση, διασταλμένη, διογκωμένο
- beugt στα ελληνικά - Τόξα, δοξάρια, τα τόξα, Τα δοξάρια
Τυχαίες λέξεις
Eigene στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Μεταφράσεις: της], κατέχω, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική