Λέξη: επίδεσμος
Σχετικές λέξεις: επίδεσμος
επίδεσμος σε μορφή σπρέι, επίδεσμος αγκώνα, επίδεσμος καρπού, επίδεσμος αστραγάλου, επίδεσμος αράχνη, επίδεσμος τιμή, επίδεσμος χεριού, επίδεσμος αγγλικά, επίδεσμος γονάτου, επίδεσμος ώμου
Συνώνυμα: επίδεσμος
δεσμός, σύνδεση
Μεταφράσεις: επίδεσμος
επίδεσμος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bandage, ligature, dressing, wrap, bandage is, dressing is
επίδεσμος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vendaje, ligadura, vendar, venda, vendaje de, del vendaje, el vendaje
επίδεσμος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
binde, wundverband, verbinden, doppelbuchstabe, verband, bandage, ligatur, Verband, Binde, Bandage
επίδεσμος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pansement, bandent, bandons, ligature, bande, bandage, bander, emmailloter, bandez, panser, bandeau, un bandage
επίδεσμος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fascia, benda, fasciare, fasciatura, bendare, bendatura, bendaggio, della fasciatura
επίδεσμος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bandearem, ligadura, atadura, ligar, penso, venda, bandagem, curativo, bandage
επίδεσμος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afbinden, toebinden, verband, zwachtel, bandage, pleister, blinddoek
επίδεσμος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
забинтовать, перевязаться, бинтовать, связывание, перевязывать, связь, повязка, бандаж, лигатура, бинт, повязку, повязки
επίδεσμος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bind, forbinding, bandasje, bandasjen, bandasjer
επίδεσμος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
linda, bindel, förbinda, binda, bandage, bandaget, förband, förbandet
επίδεσμος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sidos, side, siteen, sideharsoa, siteellä, siteet
επίδεσμος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bandage, forbinding, bandagen, forbindingen
επίδεσμος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bandáž, páska, obvázat, obvaz, obinadlo, zavázat, vázání, ligatura, bandáže, obinadla
επίδεσμος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zabandażować, opatrunek, bandażować, ligatura, podwiązanie, bandaż, bandage, bandaża, Opaska
επίδεσμος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötszer, kötést, kötés, kötszerrel, kötések
επίδεσμος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sargı, bandaj, sargılar, bandajı, bandage
επίδεσμος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
забинтувати, бинтувати, ліганд, бинт, бандаж, пояс
επίδεσμος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fashë, shirit, fashë i, fasha, fashë e
επίδεσμος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
превръзка, бинт, бандаж, превръзката
επίδεσμος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бандаж
επίδεσμος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
siduma, ligatuur, side, sidemega, sideme, bandage, sidematerjal
επίδεσμος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povezati, povez, zavoj, obloga, bandaža, zavoj u
επίδεσμος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sáraumbúðir, sárabindi, bindinu, bindið, sáraumbúðirnar
επίδεσμος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fascia
επίδεσμος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aprišti, tvarstis, raištis, bintas, aptvarstyti, aprišalas
επίδεσμος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārsējs, saite, bandāža, pārsēju, apsējs, pārsēji
επίδεσμος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
завој, завојот, фластер, бандаж, завојни
επίδεσμος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pansament, bandaj, tifone, bandaj de, bandajul
επίδεσμος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
povoj, preveza, obveza, bandage, bandaža
επίδεσμος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ligatúra, väzba, obväz
Τυχαίες λέξεις