Einreiten στα ελληνικά

Μετάφραση: einreiten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιμάρω, υποβάλλω, πίφερο
Einreiten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angebote στα ελληνικά - Προσφορές, αφιερώματα, ειδικές προσφορές, σπεσιαλιτέ, specials
  • asse στα ελληνικά - του Asse, Το Asse
  • austeilen στα ελληνικά - απονέμω, μοιράζω, διανέμω, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, ...
  • drahtesel στα ελληνικά - ποδήλατο, ανοικτό αυτοκίνητο, Roadster, Roadster της, roadster που
Τυχαίες λέξεις
Einreiten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιμάρω, υποβάλλω, πίφερο