Λέξη: διασταλτός

Μεταφράσεις: διασταλτός

διασταλτός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
expansible, dilatable, extendable, expandable

διασταλτός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dilatable, dilatables

διασταλτός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dilatable, dehnbare, dehnbar, dilatierbare, dilatierbaren

διασταλτός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
expansif, dilatable, dilatables, être agrandie, pouvant être agrandie

διασταλτός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dilatabile, dilatabili

διασταλτός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dilatável, dilatable

διασταλτός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitzetbaar, uitzetbare

διασταλτός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
растяжимый, безразмерный, расширяющийся

διασταλτός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utvidelses

διασταλτός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dilatable

διασταλτός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
dilatable

διασταλτός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dilatable

διασταλτός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozpínavý, rozšířený

διασταλτός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozciągliwy, rozszerzalny

διασταλτός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tágítható, dilatációs

διασταλτός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genişleyebilir, uzayabilir

διασταλτός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розтяжний, розтяжним, безрозмірний

διασταλτός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
që mund të zgjatet, që mund të zgjerohet, mund të zgjatet, mund të zgjerohet, të zgjatet

διασταλτός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разширяем

διασταλτός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
расцяжымасцю, расцяжымасць, расцяжнай, расцяжымасці, расцяжнасць

διασταλτός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
dilatable

διασταλτός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rastegljiv

διασταλτός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dilatable

διασταλτός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Pneumatinis, Rozciągliwy, EXtensible, Galintis plėstis, atlikti keliuose

διασταλτός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dilatable

διασταλτός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
dilatable

διασταλτός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dilatabil

διασταλτός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dvo-

διασταλτός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozšírený, rozšírená, rozšírené, rozšíreného
Τυχαίες λέξεις