Erektion στα ελληνικά
Μετάφραση: erektion, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgegeben στα ελληνικά - υποβάλλονται, υποβλήθηκαν, υποβάλλεται, υποβληθεί, υπέβαλε
- bekundend στα ελληνικά - εκφράζοντας, εκφράζοντας την, που εκφράζουν, που εκφράζει, Η έκφραση
- besiedlung στα ελληνικά - οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
- dickbäuche στα ελληνικά - παχιά, παχύ, πάχους, πάχος, χοντρό
Τυχαίες λέξεις
Erektion στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης
Μεταφράσεις: ανέγερση, στύση, στύσης, ανέγερσης, της στύσης