Λέξη: αλοιφή
Σχετικές λέξεις: αλοιφή
αλοιφή τρετινοΐνης, αλοιφή 3m, αλοιφή για την μεση, αλοιφή για ψύλλους, αλοιφή για μελανιές, αλοιφή για μυικούς πόνους, αλοιφή για μύκητες, αλοιφή για ψωρίαση, αλοιφή emla, αλοιφή για αιμοροιδες
Συνώνυμα: αλοιφή
στίλβωση, χρίσμα, ευχέλαιο, υγρό εντριβής, αλοιφή δι' εντριβήν, υγρό δι' εντριβή
Μεταφράσεις: αλοιφή
αλοιφή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ointment, salve, liniment, an ointment, paste
αλοιφή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bálsamo, ungüento, pomada, ungüento de, pomada de, el ungüento
αλοιφή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
salbe, wundsalbe, balsam, Salbe, Salben
αλοιφή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
onguent, baume, pommade, une pommade, la pommade, l'onguent
αλοιφή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
unguento, pomata, neo, pomate, dell'unguento
αλοιφή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bálsamo, pomada, unguento, ungüento, pomada de, ointment
αλοιφή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
saus, balsem, smeersel, zalf
αλοιφή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
притирание, мазь, мази, мазью
αλοιφή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
salve, balsam, sårsalve, salven, srsalve, krem
αλοιφή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
salva, salvan, glädjebägaren, alva, smörjelse
αλοιφή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
voide, voidetta, voiteen, voiteena, voiteella
αλοιφή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
balsam, salve, salven, bægeret, en salve
αλοιφή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mast, masti, mastí, mazání
αλοιφή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
maść, smarowidło, maści, ointment, maścią, w maści
αλοιφή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pomádé, kenőcs, kenőcsöt, kenőccsel, kenőcsök, kenõcs
αλοιφή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
merhem, merhemi, ointment, pomad, bir merhem
αλοιφή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мазь
αλοιφή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
krem, pomadë, vaj, vajra erëmirë, vajin
αλοιφή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мехлем, мазило, маз, миро, крем
αλοιφή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мазь
αλοιφή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
salv, salvi, salviga, salvina, võie
αλοιφή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomast, mast, pomada, masti, pomasti, pomade
αλοιφή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áburður, smyrsli, smyrsl, smyrslið, smyrslinu, af smyrslinu
αλοιφή στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
unguentum
αλοιφή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tepalas, balzamas, tepalo, tepalu, tepalą, tepalų
αλοιφή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
remdinājums, mierinājums, ziede, ziedi, ziedes, ziežu
αλοιφή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
балсамот, Миро, маст, маста, мирото, помада
αλοιφή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
balsam, unguent, alifie, de unguent, unguentul, unguentului
αλοιφή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mast, mazilo, mazila, mazilo s, mazilo z
αλοιφή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
masť, mast, dermálna masť, mas
Στατιστικά δημοτικότητας: αλοιφή
Τυχαίες λέξεις