Fällig στα ελληνικά

Μετάφραση: fällig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαιτούμενος, πρέπων, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται
Fällig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arzneibuch στα ελληνικά - φαρμακοποιία, φαρμακοποιίας, Pharmacopoeia, φαρμακοποιίας αυτής, φαρμακοποιΐα
  • befund στα ελληνικά - αποτέλεσμα, έκβαση, επίπτωση, ευρήματα, διαπιστώσεις, πορίσματα, τα ευρήματα, ...
  • diebisch στα ελληνικά - κλεφτικός, κλεπτικός, λωποδυτικός
Τυχαίες λέξεις
Fällig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαιτούμενος, πρέπων, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται