Λέξη: κείμαι

Σχετικές λέξεις: κείμαι

κείμαι ετυμολογια, κείμαι κλίση, κείμαι αρχικοί χρόνοι

Συνώνυμα: κείμαι

στέκομαι, στέκω, ίσταμαι, αντέχω, υπομένω

Μεταφράσεις: κείμαι

κείμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lie, keimai

κείμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mentira, mentir, yacer, keimai

κείμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lage, lügen, unaufrichtigkeit, lüge, liegen, keimai

κείμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reposer, gisez, mentir, gisons, menterie, mentez, coucher, bourde, mensonge, mentent, mentons, gisent, poser, trouver, gésir, gis, keimai

κείμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bugia, giacere, menzogna, impostura, mentire, fandonia, keimai

κείμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mentira, tampa, jazer, mentir, keimai

κείμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onwaarheid, liggen, leugen, keimai

κείμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ложь, наврать, пролежать, врать, лежать, положение, залеживаться, направление, враньё, солгать, подстеречь, брехня, относиться, враки, вымысел, логово, keimai

κείμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løgn, usannhet, lyve, ligge, keimai

κείμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lögn, ligga, keimai

κείμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piillä, maata, vale, olla, lojua, valhe, loikoilla, keimai

κείμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
løgn, lyve, ligge, keimai

κείμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lhát, nacházet, klamat, ležet, spočívat, lež, zalhat, keimai

κείμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kłam, legowisko, usłać, poleżeć, kłamstwo, bujać, skłamać, blaga, leżeć, zełgać, chorować, znajdować, wylegiwać, łgać, lęgowisko, położyć, Keimai

κείμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tanya, keimai

κείμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keimai

κείμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кришки, keimai

κείμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndodhem, rrenë, keimai

κείμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
keimai

κείμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
keimai

κείμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asend, lebama, valetama, keimai

κείμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ležati, leži, lagati, laž, izmišljotina, keimai

κείμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
liggja, ljúga, lygi, keimai

κείμαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
recubo

κείμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
melas, būti, gulėti, keimai

κείμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atrasties, gulēt, meli, keimai

κείμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лагата, keimai

κείμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mini, minciună, keimai

κείμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
keimai

κείμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ležať, lež, Keimaa
Τυχαίες λέξεις