Kapsel στα ελληνικά
Μετάφραση: kapsel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάψουλα, κάψουλας, καψάκιο, της κάψουλας, κάψα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arbeitskittel στα ελληνικά - συνολικός, ποδιά, γενικός, μπλούζα εργασίας, μπλούζες, smock, καρδαμίνης, ...
- atomar στα ελληνικά - πυρηνικός, ατομικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
- auslösung στα ελληνικά - ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση
- auswirkung στα ελληνικά - ορμή, αντίκτυπο, υπόνοια, αντίκτυπος, επίδραση, παρακλάδι, κρούση, ...
Τυχαίες λέξεις
Kapsel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάψουλα, κάψουλας, καψάκιο, της κάψουλας, κάψα
Μεταφράσεις: κάψουλα, κάψουλας, καψάκιο, της κάψουλας, κάψα