Λέξη: θέαμα

Σχετικές λέξεις: θέαμα

το θέαμα, θέμα συνώνυμα, θέαμα στα αγγλικα, θέαμα ορισμός, γίναμε θέαμα, θέαμα in english, θέαμα θεσσαλονίκη, θέαμα ετυμολογία, θέαμα συνώνυμο, αρτος & θέαμα

Συνώνυμα: θέαμα

επίδειξη, σόου, προβολή, έκθεση, θέατρο, θέα, όραση, όψη, έλξη, θέλγητρο

Μεταφράσεις: θέαμα

θέαμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attraction, sight, spectacle, show, spectacle of, sight of

θέαμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encanto, atracción, atractivo, vista, visión, la vista, de vista, Lugar de Interés

θέαμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
attraktivität, attraktion, anziehung, reiz, Sicht, Sehenswürdigkeit, Anblick, Blick, Sehen

θέαμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
charme, séduction, appas, attraction, agrément, aménité, attirance, enchantement, attrait, vue, de vue, la vue, spectacle, yeux

θέαμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attrattiva, incanto, attrazione, seduzione, avvenenza, fascino, vista, di vista, spettacolo, occhi, visione

θέαμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vista, visão, olhos, de vista, da vista

θέαμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aantrekkelijkheid, zicht, gezicht, aanblik, vizier, schouwspel

θέαμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
привлекательность, обаяние, аттракцион, притягательность, приманка, прелесть, тяготение, привлечение, влечение, притяжение, зрение, зрелище, взгляд, вид, прицел

θέαμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
syn, synet, syne, skue, sight

θέαμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
charm, syn, sikte, räckhåll, synen, anblicken

θέαμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viehätysvoima, viehätys, houkutin, houkutus, vetovoima, attraktio, näky, näkyville, näkemältä, näköpiirissä, nähtävyys

θέαμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tiltrækning, syn, synet, syne, øjekast, sight

θέαμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
atrakce, přitažlivost, půvab, kouzlo, pohled, zrak, památka, památkou, zraku

θέαμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
urok, skłonność, pociąg, przyciąganie, wabienie, atrakcyjność, ciekawostka, powab, ponęta, atrakcja, widok, wzrok, cel, widzenie, wzroku

θέαμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
látvány, látásra, látványa, szem elől, látás

θέαμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cazibe, görme, görüş, manzara, bir manzara, gözetleme

θέαμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
принада, привабливість, притягання, притягнення, зір, зору

θέαμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pamje, shikim, pamje e, shikimi, pamje të

θέαμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зрение, поглед, гледка, очите, погледа

θέαμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зрок

θέαμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
külgetõmme, atraktsioon, vaatepilt, kättesaamatus kohas, silmist, silmis, nägemise

θέαμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
privlačnost, privlačenje, atrakcija, prizor, vid, pogled, očima, znamenitost

θέαμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjón, augum, sýn, sjónar, sjónmáli

θέαμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trauka, reginys, akyse, žvilgsnio, vaizdas

θέαμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pievilkšana, redze, skats, ievērojama, redzes, ievērojama vieta

θέαμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вид, очите, повидок, глетка, пред очите

θέαμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atracţie, vedere, din vedere, vederii, priveliște

θέαμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vid, pogled, znamenitost, prizor, vida

θέαμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohľad, view
Τυχαίες λέξεις