Kriechen στα ελληνικά

Μετάφραση: kriechen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύρομαι, σύρσιμο, κόλακας, μπουσουλάω, σέρνομαι, έρπω, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε
Kriechen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assoziativ στα ελληνικά - συνειρμική, συνειρμικό, συνεταιριστικού, συνεταιριστικών, συνεταιριστικές
  • aufgebend στα ελληνικά - δίνοντας, δίνει, Η παροχή, παρέχοντας, Παροχή
  • champignon στα ελληνικά - μανιτάρι, μανιταριών, μανιταριού, μανιτάρια, τα μανιτάρια
  • distanzhalter στα ελληνικά - διαχωριστές, αποστάτες της, αποστατών της, διαχωριστών, αποστάτες
Τυχαίες λέξεις
Kriechen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύρομαι, σύρσιμο, κόλακας, μπουσουλάω, σέρνομαι, έρπω, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε