Λέξη: κλάψιμο

Μεταφράσεις: κλάψιμο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crying, klapsimo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
llanto, klapsimo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schreiend, flennend, weinen, tränen, klapsimo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pressant, criant, pleurs, klapsimo
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pianto, klapsimo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плачущий, вопиющий, кричащий, возмутительный, klapsimo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parkaisu, poru, parku, pillitys, huutava, törkeä, itku, klapsimo
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pláč, klapsimo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiáltó, síró, klapsimo
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плачучий, плач, кричущий, klapsimo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
квичащия, klapsimo
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karjuv, nutt, kisendav, klapsimo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grátur, klapsimo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plačící, brek, pláč, klapsimo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klapsimo
Τυχαίες λέξεις