Recherchieren στα ελληνικά
Μετάφραση: recherchieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναζητώ, ψάχνω, αναζήτηση, διερευνήσει, διερεύνηση, να διερευνήσει, ερευνήσει, τη διερεύνηση
Μεταφράσεις
- anleitung στα ελληνικά - χειραγωγία, ξεναγός, υποδηλώνω, κατεύθυνση, οδηγός, ξεναγώ, καθοδηγώ, ...
- backenknochen στα ελληνικά - πίσω, πλάτη, πίσω μέρος, άμυνα, back
- beruhigungspille στα ελληνικά - χάπι, χαπιού, χαπιών, το χάπι, χάπια
- chromatographie στα ελληνικά - χρωματογραφία, χρωματογραφίας
Τυχαίες λέξεις
Recherchieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναζητώ, ψάχνω, αναζήτηση, διερευνήσει, διερεύνηση, να διερευνήσει, ερευνήσει, τη διερεύνηση
Μεταφράσεις: αναζητώ, ψάχνω, αναζήτηση, διερευνήσει, διερεύνηση, να διερευνήσει, ερευνήσει, τη διερεύνηση