Λέξη: περίβλεπτος

Σχετικές λέξεις: περίβλεπτος

περίβλεπτοσ του μυστρά, περίβλεπτοσ ιωάννινα, περίβλεπτος ιωαννίνων, περίβλεπτος φανός, περίβλεπτος συνώνυμο, περίβλεπτος λεξικό, περίβλεπτος θεοδωρακάκου, περίβλεπτος αχρίδας, περίβλεπτος μυστρά, περίβλεπτοσ μυστρά τοιχογραφίεσ

Συνώνυμα: περίβλεπτος

εμφανής, διακεκριμένος, εξέχων, καταφανής, σημαντικός

Μεταφράσεις: περίβλεπτος

περίβλεπτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conspicuous, prestigious, Perivleptos, Peribleptos, All round lights

περίβλεπτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
eminente, conspicuo, visible, conspicua, llamativo, conspicuos

περίβλεπτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auffallend, sichtbar, auffällig, auffällige, auffälligen, deutlich

περίβλεπτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éclatant, apparent, formel, distinct, manifeste, visible, marquant, palpable, clair, lucide, voyant, prononcé, ostensible, net, évident, éminent, remarquable, bien en vue, visibles

περίβλεπτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
evidente, vistoso, cospicuo, cospicua, visibile, ben visibile

περίβλεπτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conspícuo, visível, conspícua, notável, evidente

περίβλεπτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opvallend, opvallende, opvallen, opvalt, zichtbare

περίβλεπτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выдающийся, показной, различимый, приметный, заметный, броский, видный, видимый, бросающийся в глаза, заметные, заметным, заметны

περίβλεπτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
iøynefallende, fremtredende, påfallende, synlig, synlige

περίβλεπτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tydlig, iögonfallande, framträdande, synlig, synligt, väl synlig

περίβλεπτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
silmiinpistävä, näkyvään, näkyvästi, näkyvällä, näkyvin

περίβλεπτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
iøjnefaldende, glimrer, påfaldende, synligt, fremtrædende

περίβλεπτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zřetelný, eminentní, viditelný, význačný, zřejmý, jasný, nápadný, nápadné, nápadná, viditelné

περίβλεπτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyraźny, wyrazisty, widoczny, pokaźny, rzucający się w oczy, demonstracyjny, widoczne

περίβλεπτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szembetűnő, feltűnő, jól látható, láthatóan, szembeötlő

περίβλεπτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
göze çarpan, dikkat çekici, göze, göze çarpan bir, dikkat çeken

περίβλεπτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
показний, видимий, помітний, кидається в очі, впадає в очі, що впадає в очі, впадає у вічі

περίβλεπτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dukshëm, i spikatur, dukshëm, spikatur, dukshme

περίβλεπτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заметнем, очевиден, виден, видно, на видно, видно място

περίβλεπτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
што кідаецца, кідаецца, які кідаецца

περίβλεπτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
silmnähtav, silmatorkav, nähtavale, silmatorkavam, silmatorkavad, selgesti nähtavale

περίβλεπτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glasovit, istaknut, isturen, primjetan, očit, upadljiv, napadan, uočljiva, upadljiva

περίβλεπτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áberandi, of áberandi, áberandi en, áberandi

περίβλεπτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išsiskiriantis, ryškus, pastebimas, pastebimi, matomoje

περίβλεπτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzkrītošs, redzamā, pamanāmām, skaidri redzams, labi redzamā

περίβλεπτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
видлив, воочлив, видливо, видливи, забележливо

περίβλεπτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
remarcabil, evident, vizibil, vizibilă, evidente, evidentă

περίβλεπτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vidni, vidno, očiten, opazen, očitna

περίβλεπτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nápadný, zarážajúce, zreteľný, pozoruhodný
Τυχαίες λέξεις