Senkung στα ελληνικά
Μετάφραση: senkung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, κρεμάω, περιστολή, βουλιάζω, βουτώ, αναγωγή, καταγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anheben στα ελληνικά - ασανσέρ, αναβαθμίζω, ύψωση, ανύψωση, ανάδειξη, σηκώνω, υψώνω, ...
- aufgehört στα ελληνικά - έπαυσε, παύσει, έπαψαν, έπαψε, σταμάτησε
- briefumschläge στα ελληνικά - φακέλους, φάκελοι, φακέλων, κονδύλια, κονδυλίων
- dramatisiert στα ελληνικά - δραματοποιημένη, δραματοποιημένο, δραματοποιημένες, δραματοποιημένων, δραματοποιήθηκε
Τυχαίες λέξεις
Senkung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, κρεμάω, περιστολή, βουλιάζω, βουτώ, αναγωγή, καταγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
Μεταφράσεις: μείωση, κρεμάω, περιστολή, βουλιάζω, βουτώ, αναγωγή, καταγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της