Λέξη: επικίνδυνα

Σχετικές λέξεις: επικίνδυνα

επικίνδυνα απόβλητα, επικίνδυνα σε θέλω- c real, επικίνδυνα καλλυντικά, επικίνδυνα ψάρια των ελληνικών θαλασσών, επικίνδυνα συστατικά καλλυντικών, επικίνδυνα ε, επικίνδυνα νερά αρκάς, επικίνδυνα για τα μάτια τα γυαλιά «μαϊμού», επικίνδυνα σε θέλω, επικίνδυνα νερά

Μεταφράσεις: επικίνδυνα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dangerously, dangerous, hazardous
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
peligrosamente, peligroso, peligrosa, peligrosos, peligrosas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefährliche, gefährlich, gefährlicher, gefährlichen, in gefährlicher
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dangereusement, dangereuse, dangereux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pericolosamente, pericoloso, pericolosa, pericolose
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
perigosamente, perigosa, perigoso
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gevaarlijk, gevaarlijke, op gevaarlijke, een gevaarlijke, gevaarlijke wijze
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опасно, опасной, опасную, в опасной, угрожающе
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
farlig, faretruende
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
farligt, ett farligt, farligt sätt, ett farligt sätt, på ett farligt
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaarallisesti, vaarallisen, vaarallisella, vaarallisella tavalla, vaarallista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
faretruende, farligt, farlig, farlig måde, på farlig
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nebezpečně, nebezpečné, se nebezpečně, nebezpečným
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niebezpiecznie, się niebezpiecznie, niebezpieczny, niebezpieczne, niebezpiecznego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
veszélyesen, veszélyes, vészesen, veszedelmesen
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tehlikeli, tehlikeli bir, tehlikeli derecede, tehlikeli biçimde, tehlikeli bir şekilde
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
небезпечно, небезпечне, небезпечним, небезпечний, небезпечна
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrezikshmërisht, rrezikshme, të rrezikshme, rrezikshëm, e rrezikshme
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опасно, опасна, застрашително, в опасна, опасен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
небяспечна, небясьпечна, небяспечнае
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ohtlikult, ohtlik, ohtliku, ohtlikul
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opasno, opasnom, se opasno, je opasno, opasnog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hættulega, hættulega mikið, hættulegum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pavojingai, pavojinga, pavojingas, pavojingo, grėsmingai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bīstami, bīstamā, var bīstami, bīstama
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
опасно, поопасно, на опасно, опасното, опасно се
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
periculos, periculos de, mod periculos, periculoasă, primejdios
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nevarno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nebezpečne, nebezpečné, nebezpecne, na nebezpečne

Στατιστικά δημοτικότητας: επικίνδυνα

Τυχαίες λέξεις