Unbezahlt στα ελληνικά

Μετάφραση: unbezahlt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαιτούμενος, πρέπων, απλήρωτη, πριν από την καταβολή, άνευ αποδοχών, άνευ, μη αμειβόμενη
Unbezahlt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aktie στα ελληνικά - μοιράζω, μοιράζομαι, παρακρατώ, απόθεμα, κλήρος, μετοχή, μερίδιο, ...
  • angeschmiegt στα ελληνικά - φωλιασμένο, βρίσκεται, το οποίο βρίσκεται, οποίο βρίσκεται, φωλιάζει
  • drogenfahnder στα ελληνικά - Drogenfahnder
  • druckausgaben στα ελληνικά - εκδόσεις, Editions, εκδόσεων, τις εκδόσεις, οι εκδόσεις
Τυχαίες λέξεις
Unbezahlt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαιτούμενος, πρέπων, απλήρωτη, πριν από την καταβολή, άνευ αποδοχών, άνευ, μη αμειβόμενη