Λέξη: γένος

Σχετικές λέξεις: γένος

γένος ετυμολογία, γένος βατράχων, γένος πιθήκων, γένος παπαγάλων, γένος ορισμός, γένος είδος, γένος μητρός, γένος ταυτότητα, γένος ελλήνων, γένος μητέρας

Συνώνυμα: γένος

συγγενείς, συγγενής, συγγένεια, οικογένεια, συγγενολόι, φύλο, γονίδιο, παράγοντας κληρονομικότητας, είδος, κατηγορία, ποικιλία, φιλόφρων, φυλή, αγώνας, αγώνας δρόμου, αγών δρόμου, δρόμος, ράτσα, κλωσσόπουλα, νεοσσιά, ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έξοδος, έκβαση, στοκ, μετοχή, στέλεχος, κορμός, ζώα, σόι, γένος γραμματικής, ένταση, τάση, τέντωμα, προσπάθεια, ζόρι

Μεταφράσεις: γένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
genus, gender, race, family, strain
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sexualidad, género, géneros, genero, del género, género de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sexualität, oberbegriff, geschlecht, gattung, Gattung, Genus, Klasse, Geschlecht
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
genre, classe, espèce, sexe, sorte, sexualité, type, catégorie, genres, le genre, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
genere, genus, generi, genere di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sexualidade, gênero, género, genus, gêneros, g�ero
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geslacht, genus, soort, plantengeslacht, het genus
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
род, порождать, сорт, пол, рода, родом, роду, родовой
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjønn, slekten, genus, slekt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
släktet, genus, släkte, genusen, släktena
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suku, seksuaalisuus, laatu, sukupuoli, suvun, sukuun, sukuiset
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
køn, slægten, slægt, arten, genus
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
třída, rod, pohlaví, skupina, druh, rodu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
płeć, gatunek, rodzaj, klasa, rodzaju, genus, rodzaju oko
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
genus, nemzetség, nemhez tartozó, nemzetségbe, nemzetségbe tartozó
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cins, cinsi, genus, cinsinin, cinsine
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вид, вигляд, краєвид, сорт, лан, полом, рід, долівка, нар, род, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjini, Gjinia, klasë, të gjinisë, genus
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
род, сексуалност, рода, вида, вид
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
род, нар
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sugu, perekond, perekonda, perekonna, perekonnast, perekondadesse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spol, pol, rod, roda, razred, vrsta, genus
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kyn, ættkvíslinni, ættkvísl, Ættkvíslin, ættinni, flokkur
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
giminė, seksualumas, gentis, genties, rūšis, genčiai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ģints, suga, ģintij, ģinti
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
родот, род, од родот, родови
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sexualitate, gen, genul, genului, genus, genuri
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spol, rod, genus, rodu, roda
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rod, rodu, čeľaď

Στατιστικά δημοτικότητας: γένος

Τυχαίες λέξεις