Verwenden στα ελληνικά

Μετάφραση: verwenden, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάζω, χρήση, χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, αιτούμαι, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Verwenden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bassist στα ελληνικά - μπασίστας, μπασίστα, μπάσο, ο μπασίστας, τον μπασίστα
  • blässe στα ελληνικά - κιτρινίλα, χλωμάδα, ωχρότης, πελιδνότης, πελιδνότητα, ωχρότητας
  • dickbäuche στα ελληνικά - παχιά, παχύ, πάχους, πάχος, χοντρό
  • differential στα ελληνικά - διαφορικός, απόκλιση, διαφορική, διαφορά, διαφορικής
Τυχαίες λέξεις
Verwenden στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάζω, χρήση, χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, αιτούμαι, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση