Λέξη: υποτάσσομαι

Σχετικές λέξεις: υποτάσσομαι

υποτάσσομαι ετυμολογια, υποτάσσομαι λεξικό, υποτάσσομαι αγγλικά, υποτάσσομαι συνώνυμα, υποτάσσομαι συνωνυμο

Συνώνυμα: υποτάσσομαι

παραμένω πιστός, εμμένω, περιμένω, αναμένω, αντέχω, προσκυνώ, υπείκω, κυλίω, κυλιόμαι, παραδίδω, παραδίδομαι

Μεταφράσεις: υποτάσσομαι

υποτάσσομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grovel, submit, truckle, kowtow, surrender, abide, knuckle under

υποτάσσομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
someterse, presentar, someter, truckle, nido, carriola

υποτάσσομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weiterleiten, klein beigeben, truckle, ausziehbarem, Ausziehbett, ausziehbares

υποτάσσομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rendre, soumettent, soumettre, ramper, soumettons, présenter, exhiber, soumis, abandonner, soumets, proposer, soumettez, roulette, gigogne, truckle, de sangle, gigognes

υποτάσσομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sottoporre, strisciare, presentare, sottomettere, abbassarsi, truckle, estraibile, a scomparsa, branda

υποτάσσομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imergir, submeter, submeta, submergir, sujeitar-se, truckle, sujeitar, de sujeitar

υποτάσσομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderwerpen, knechten, wieltje, rolletje, truckle, uitschuifbed, zich slaafs onderwerpen

υποτάσσομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
указывать, ползать, пресмыкаться, представить, доказывать, покорять, низкопоклонничать, подчинять, смириться, подчиняться, подавать, представлять, передавать, подать, смиряться, унижаться, раболепствовать, раскладушка

υποτάσσομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
underkaste, truckle

υποτάσσομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
truckle, UNDER, VIKA

υποτάσσομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taipua, kokea, tyytyä, antautua, madella, esittää, ehdottaa, nöyristellä, truckle

υποτάσσομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
truckle, rulleseng

υποτάσσομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podlézat, nabídnout, lézt, předložit, podřídit, postoupit, podrobit, podat

υποτάσσομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pełzać, oddawać, poniżać, przedłożyć, płaszczyć, przedstawiać, czołgać, przedkładać, składać, argumentować, pozostawiać, przysyłać, poddać, proponować, złożyć, dostarczyć, płaszczyć się przed kimś, czapkować, truckle

υποτάσσομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megalázkodik, semmi köze hozzá, semmi köze

υποτάσσομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaltaklanmak, truckle, makara, boyun eğmek, tekerlek

υποτάσσομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
затверджувати, подавати, підкорювати, підкоріться, плазуйте, раболіпствувати

υποτάσσομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përulem, me rrota

υποτάσσομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сервилнича, подлизурствувам, отстъпвам раболепно

υποτάσσομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
поўзалі

υποτάσσομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alistuma, lömitama, roomama, Nöyristellä, Pokkuroida

υποτάσσομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podnijeti, ponuda, predaju, predočiti, podvrgnuti, pokoriti se, mali kotač, kutna garnitura, kutna garnitura na, pomoćni

υποτάσσομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
truckle

υποτάσσομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šunuodegiauti, lankstytis, Zemoties, Płaszczyć prieš kimś, žema lovelė su ratukais

υποτάσσομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zemoties

υποτάσσομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
truckle

υποτάσσομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se umili, umili, ploconi, se ploconi, burduf

υποτάσσομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plazit, pomožna, pomožno

υποτάσσομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podliezať, podlieza, zapáčiť
Τυχαίες λέξεις