Würzessenz στα ελληνικά
Μετάφραση: würzessenz, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρυκεύω, γεύση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausverkauft στα ελληνικά - sold out, εξαντληθεί, ξεπουλήσει, ξεπούλησε, εξαντλήθηκαν
- beisteuernde στα ελληνικά - συμβάλλων, ανταποδοτικού, ανταποδοτικού τύπου, ανταποδοτικού χαρακτήρα, ανταποδοτικές
- bewarb στα ελληνικά - εφαρμοσμένη, εφαρμοσμένης, Applied, Εφαρμοσμένων, της εφαρμοσμένης
- dachstromabnehmer στα ελληνικά - stromabnehmer
Τυχαίες λέξεις
Würzessenz στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρυκεύω, γεύση
Μεταφράσεις: καρυκεύω, γεύση