Λέξη: μαχητικός

Σχετικές λέξεις: μαχητικός

μαχητικός αντιφασισμός

Συνώνυμα: μαχητικός

πολεμικός, στρατευμένος, καβγατζής, επιθετικός, εριστικός

Μεταφράσεις: μαχητικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
combative, militant, fighting, aggressive, a fighter
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
combativo, combativa, combativos, combative, de combate
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kampfeslustig, kampflustig, kampfbereit, kämpferische
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
guerrier, belliqueux, combatif, combative, combatifs, de combat, combativité
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
battagliero, combattivo, combattiva, combattivi, combative
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
combativo, combativa, combative, combativos, combativas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
strijdlustig, strijdlustige, strijdbare, strijdbaar, strijdvaardig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
боевой, драчливый, воинственный, боевые, боевым, боевая
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stridslystne, combative, strids, bekjempende, kjempende
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
combative, strids, stridslysten, stridslystet, kamp
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taistelunhaluinen, taisteluhengestänne, combative, aggressiivisesta, ja aggressiivisesta
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kampklar, kamplystne, stridbar, kamplysten, kampberedte
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bojovný, bojovná, bojovným, bojovné, bojový
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wojowniczy, bojowy, przebojowy, wojownicza, wojownicze
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
harcias, harcos, harci, támadó
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hırçın, mücadeleci, savaşçı, kavgacı, dövüş
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бойової, бойовий, бойовій, бойовою, бойового
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luftarak, luftues, luftarake, luftimi, luftarak i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
войнствен, войнствено, войнствени, борбен, войнствена
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
баявой, баявы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõjakas, võitlev, võitlushimuline, taisteluhengestänne, võitlushimulisi, võitlusvõimeliste, Võitlemise abivalmis
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ratoboran, borbeni, ratoborna, combative, ratoborni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
combative
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karingas, kovingos, kovingas, kovinės, ir kovingos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kaujiniecisks, kauslīgi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
борбената, борбен, воинствена, борбените, воинствени
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
combativ, combativă, combative, combativa, combativi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
borbena, bojevitim, bojevita, borbeni, bojeviti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bojovný, bojový, súci do boja
Τυχαίες λέξεις