Zwangsläufig στα ελληνικά

Μετάφραση: zwangsläufig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπόφευκτα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο
Zwangsläufig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apotheken στα ελληνικά - φαρμακεία, τα φαρμακεία, φαρμακείων, φαρμακεια, φαρμακεια προκειμενου
  • bekräftigend στα ελληνικά - Επιβεβαιώνοντας, επαναβεβαιώνοντας, Επιβεβαιώνοντας εκ νέου, Επιβεβαιώνοντας την, Επιβεβαιώνοντας τη
  • computer-versessener στα ελληνικά - υπολογιστή, υπολογιστής, υπολογιστών, τον υπολογιστή, του υπολογιστή
  • diademe στα ελληνικά - Τιάρες, tiaras, τις τιάρες, στέμματα
Τυχαίες λέξεις
Zwangsläufig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπόφευκτα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο