Λέξη: συμπεραίνομαι

Μεταφράσεις: συμπεραίνομαι

συμπεραίνομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conclude, presume, cONCLUDES, You deduce, We conclude

συμπεραίνομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
concertar, colegir, presumir, suponer, presumirán

συμπεραίνομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
annehmen, vermuten, voraussetzen, nehme an

συμπεραίνομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déduire, terminer, achever, concluez, concluent, finir, arguer, concluons, conclure, présumer, présume, supposer, suppose, présument

συμπεραίνομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
finire, presumere, presume, presumono, presume la, supporre

συμπεραίνομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
concluir, rematar, presumir, presumo, presumem, supor, presumirão

συμπεραίνομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwikkelen, afhandelen, veronderstellen, aanmatigen, veronderstel, vermoeden, aannemen

συμπεραίνομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уложить, решить, умозаключить, заканчивать, заключить, завершить, укладывать, завершать, решать, вложить, умозаключать, предполагать, предположить, предполагаю

συμπεραίνομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anta, antar, formode, antar at, foruts

συμπεραίνομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förmodar, förut, antar, förutsätta, förutsätta att

συμπεραίνομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lakkauttaa, päättyä, päättää, olettaa, oletettava, katsottava

συμπεραίνομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
formoder, antage, antager

συμπεραίνομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ujednat, dohodnout, ukončit, vyvodit, dovozovat, skončit, usuzovat, předpokládat, předpokládají, Předpokládám

συμπεραίνομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wnioskować, wnosić, zawierać, konkludować, kończyć, zakończyć, przypuszczać, sądzić, zakładają, domniemywać

συμπεραίνομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feltételez, feltételezik, vélelmezik

συμπεραίνομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
varsaymak, tahmin, sanırım, farz, varsayıyorum

συμπεραίνομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розв'язувати, закінчувати, укласти, завершувати, припускати, передбачати, припустити, вважати

συμπεραίνομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
marr me mend, supozoj, i lejoj vetes, lejoj vetes, të marr me mend

συμπεραίνομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предполагам, предположи

συμπεραίνομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
меркаваць, прадугледжваць

συμπεραίνομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõlmima, otsustama, järeldama, eeldama, eeldada, eeldavad

συμπεραίνομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sklopiti, pretpostavljati, pretpostaviti, pretpostavka, pretpostavljam, pretpostavljaju

συμπεραίνομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
álykta, ráð, gera ráð, gera ráð fyrir, ráð fyrir, gert ráð

συμπεραίνομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sudaryti, daryti prielaidą, prielaidą, daro prielaidą

συμπεραίνομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieņemt, domāt, pieņemu

συμπεραίνομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
претпоставувам, Претпоставувавме, претпоставуваат, претпостави, се претпостави

συμπεραίνομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
presupune, presupun, presupună, prezume, să presupună

συμπεραίνομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaključiti, Predvidevam, domnevajo, predpostavljajo

συμπεραίνομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
predpokladať, očakávať, predpokladá, domnievať, sa predpokladať
Τυχαίες λέξεις