Hånd στα ελληνικά

Μετάφραση: hånd, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δείκτης, παραδίνω, χέρι, δίνω, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά
Hånd στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • håb στα ελληνικά - ελπίζω, ελπίδα, ευελπιστώ, ελπίζουμε, ελπίζουν, ελπίσουμε
  • håbe στα ελληνικά - ευελπιστώ, ελπίδα, ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουν, ελπίσουμε
  • håndklæde στα ελληνικά - πετσέτα, πετσετών, πετσέτες, πετσέτας, για πετσέτες
  • håndkuffert στα ελληνικά - βαλίτσα, βαλίτσα που
Τυχαίες λέξεις
Hånd στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δείκτης, παραδίνω, χέρι, δίνω, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά