Λέξη: αμοιβαίος
Σχετικές λέξεις: αμοιβαίος
αμοιβαίος αποκλεισμός, αμοιβαίος συνωνυμα, αμοιβαίος συνώνυμο
Συνώνυμα: αμοιβαίος
κοινός, αλληλοπαθής, παλινδρομικός, ανταλλακτικός, ανταποδοτικός
Μεταφράσεις: αμοιβαίος
αμοιβαίος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mutual, reciprocal
αμοιβαίος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mutuo, común, recíproco, mutua, recíproca, mutuos
αμοιβαίος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemeinsam, gegenseitig, gegenseitigen, gegenseitige, die gegenseitige
αμοιβαίος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mutuel, respectif, commun, collectif, réciproque, bilatéral, mutuelle, mutuels
αμοιβαίος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
comune, reciproco, mutuo, reciproca, mutua
αμοιβαίος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mútuo, recíproco, comum, mútua, recíproca
αμοιβαίος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alledaags, gemeenschappelijk, wederkerig, algemeen, onderling, wederzijds, wederzijdse, onderlinge, de wederzijdse
αμοιβαίος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
совместный, обоюдный, взаимный, общий, взаимное, взаимная, взаимной, взаимного
αμοιβαίος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innbyrdes, gjensidig, felles, gjensidige, hverandre
αμοιβαίος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ömsesidig, gemensam, ömsesidigt, ömsesidiga, inbördes, gemensamt
αμοιβαίος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhteinen, keskinäinen, vastavuoroinen, alhainen, yleinen, vastavuoroisen, keskinäistä, keskinäisen, vastavuoroista
αμοιβαίος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fælles, gensidig, gensidige, den gensidige, indbyrdes
αμοιβαίος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oboustranný, vzájemný, společný, vzájemné, vzájemného, vzájemná, vzájemnou
αμοιβαίος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obopólny, wzajemny, obustronny, wspólny, wzajemnego, wzajemne, wzajemnej
αμοιβαίος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közös, kölcsönös, a kölcsönös, kölcsönösen
αμοιβαίος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ortak, karşılıklı, yatırım, karşılıklı olarak
αμοιβαίος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
баранина, взаємне, взаємна, взаємний, взаємну
αμοιβαίος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reciprok, i ndërsjellë, ndërsjellë, reciproke, të ndërsjellë
αμοιβαίος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
общ, взаимен, взаимно, взаимното, взаимна, взаимната
αμοιβαίος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўзаемнае, узаемнае, ўзаемная, ўзаемны, узаемны
αμοιβαίος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahepoolne, mõlemapoolne, vastastikune, vastastikuse, vastastikust, vastastikusel, vastastikuste
αμοιβαίος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zajednički, opći, međusobnog, obostran, uzajaman, uzajamno, uzajamnog, međusobna, uzajamna
αμοιβαίος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gagnkvæm, gagnkvæma, gagnkvæmum, gagnkvæmri, gagnkvæmu
αμοιβαίος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mutuus
αμοιβαίος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
abipusis, bendras, tarpusavio, abipusio, savitarpio, abipusį
αμοιβαίος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
savstarpējs, abpusējs, kopējs, kopīgs, savstarpējās, savstarpēja, savstarpēju
αμοιβαίος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
меѓусебна, взаемна, меѓусебната, заемна, меѓусебно
αμοιβαίος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
comun, reciproc, reciprocă, reciproce, mutuală
αμοιβαίος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzajemno, vzajemnega, medsebojnega, medsebojna, vzajemni
αμοιβαίος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vzájomný, vzájomné, vzájomného, recipročný, obojstranný
Τυχαίες λέξεις