Plov στα ελληνικά

Μετάφραση: plov, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλέτρι, οργώνω, άροτρο, αρότρου, αυλακώσεως, άροτρο με
Plov στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • plet στα ελληνικά - λεκιάζω, βούλα, κηλίδα, μέρος, λερώνω, αμαυρώνω, ρυπαίνω, ...
  • pligt στα ελληνικά - καθήκον, υποχρέωση, δασμοί, δασμός, φόρος, δασμού, δασμό
  • pludselig στα ελληνικά - ξαφνικός, κοφτός, αιφνίδιος, ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνιδίως, ...
  • pludseligt στα ελληνικά - αιφνιδιαστικά, ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνιδίως, αιφνίδια
Τυχαίες λέξεις
Plov στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλέτρι, οργώνω, άροτρο, αρότρου, αυλακώσεως, άροτρο με