Οργώνω στα δανικά
Μετάφραση: οργώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
pløje, plov, ploven, plow, plovens, plough
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οργώνω
οργώνω τις θάλασσες, οργώνω λεξικό γλώσσας δανικά, οργώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- οργισμένος στα δανικά - truende, vred, rasende, vrede, wrathful, vredes
- οργωτής στα δανικά - orgotis
- ορδή στα δανικά - horde, horder, flok, horde af, Hordes
- ορειβάτης στα δανικά - bjergbestiger, Mountaineer, bjergbestigeren, af Mountaineer
Τυχαίες λέξεις
Οργώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: pløje, plov, ploven, plow, plovens, plough
Μεταφράσεις: pløje, plov, ploven, plow, plovens, plough