Som στα ελληνικά
Μετάφραση: som, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκείνος, που, όπως, σαν, ως, καθώς, και
Μεταφράσεις
- solsikke στα ελληνικά - ήλιος, ηλιοτρόπιο, ηλιέλαιο, ηλίανθου, ηλίανθο, ηλίανθος
- solsort στα ελληνικά - κότσυφας, Blackbird, κότσυφα, κοτσύφι, το Blackbird
- sommer στα ελληνικά - καλοκαίρι, θερινός, καλοκαιριού, το καλοκαίρι, του καλοκαιριού, καλοκαιρινές
- sommerfugl στα ελληνικά - πεταλούδα, πεταλούδας, πεταλούδων, πεταλούδες
Τυχαίες λέξεις
Som στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκείνος, που, όπως, σαν, ως, καθώς, και
Μεταφράσεις: εκείνος, που, όπως, σαν, ως, καθώς, και