Tidspunkt στα ελληνικά

Μετάφραση: tidspunkt, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ώρα, καιρός, φορά, χρόνος, χρόνο, χρόνου
Tidspunkt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tidsalder στα ελληνικά - εποχή, ηλικία, εποχής, περίοδο, την εποχή, περιόδου
  • tidsel στα ελληνικά - γαϊδουράγκαθο, Thistle, γαϊδουράγκαθου, Θιστλ, Το Thistle
  • tidsskrift στα ελληνικά - περιοδικό, περιοδικού, το περιοδικό, περιοδικών, γεμιστήρα
  • tiende στα ελληνικά - δέκατος, Δέκατη, δέκατης, δέκατου, Δέκατο
Τυχαίες λέξεις
Tidspunkt στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ώρα, καιρός, φορά, χρόνος, χρόνο, χρόνου