Ώρα στα δανικά

Μετάφραση: ώρα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gang, time, tidspunkt, tid, tiden
Ώρα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ώρα

ώρα γερμανίας, ώρα κοινής ησυχίας, ώρα αυστραλίας, ώρα λονδίνου, ώρα βραζιλίας, ώρα λεξικό γλώσσας δανικά, ώρα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ώθηση στα δανικά - støde, stak, hovedlinjerne, tryk, reaktionseffekt, fremdrift
  • ώμος στα δανικά - skulder, skulderen, skuldre
  • ώριμος στα δανικά - moden, modne, modent, voksne, kønsmodne
  • ώσπου στα δανικά - indtil, til, indtil den, før
Τυχαίες λέξεις
Ώρα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gang, time, tidspunkt, tid, tiden