Εποπτεύω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εποπτεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надзор, надзирава, упражняват надзор, осъществява контрол, контролира
Εποπτεύω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποπτεύω

εποπτεύω μετάφραση, εποπτεία συνώνυμο, εποπτεύω συνωνυμα, εποπτεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εποπτεύω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • επονείδιστος στα βουλγαρικά - недостойния, срамен, позорен, оскърбителен, обиден, оскърбително
  • επονομάζω στα βουλγαρικά - прякор, псевдоним, псевдонима, прякора, псевдонимът
  • επουλώνομαι στα βουλγαρικά - белег, белег на, се белег на, се белег
  • επουλώνω στα βουλγαρικά - лекувам, лекува, излекува, изцели, се лекува
Τυχαίες λέξεις
Εποπτεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: надзор, надзирава, упражняват надзор, осъществява контрол, контролира