Λέξη: παράγωγος
Σχετικές λέξεις: παράγωγος
παράγωγος ζήτηση, παράγωγος ολοκληρώματος, παράγωγος γινομένου, παράγωγος ρίζας, παράγωγος τόξου εφαπτομένης, παράγωγος ημιτόνου, παράγωγος αγγλικα, παράγωγος σύνθετης συνάρτησης, παράγωγος στα αγγλικα, παράγωγος ln
Συνώνυμα: παράγωγος
παραγωγός, καλλιεργητής, θεατρώνης, μαστροπός, γεννήτρια, γεννητόρας, γεννητώρ, δημιουργός, ηλεκτρική γεννήτρια, παραγωγό
Μεταφράσεις: παράγωγος
παράγωγος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
derivative, the derivative, derivative of, derivative is
παράγωγος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derivado, derivado de, derivada, derivados, derivado del
παράγωγος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
derivat, abkömmling, ableitung, differentialquotient, abgeleitet, Derivat, Ableitung, derivativen, derivative
παράγωγος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
secondaire, dérivé, dérivée, dérivé de, dérivés, un dérivé
παράγωγος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
derivato, derivata, derivati, strumento derivato, derivato di
παράγωγος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
derivado, derivativo, derivado de, derivada, derivados
παράγωγος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afgeleide, derivaat, derivaten, afgeleid
παράγωγος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эволюционный, дериват, походный, производная, производный, вторичный, производное, производной, производного, производным
παράγωγος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
derivat, derivatet, deriverte, derivater
παράγωγος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
derivat, derivatet
παράγωγος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
derivaatta, toissijainen, johdannainen, johdannaisen, johdannaista, johdannaissopimusten, johdannaissopimuksia
παράγωγος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
derivat, derivatet, afledte, afledt
παράγωγος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
derivovaný, odvozenina, druhotný, odvozený, derivát, derivátu, derivátem, deriváty, derivace
παράγωγος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wtórny, derywat, pochodna, pochodny, pochodną, pochodnej, pochodne
παράγωγος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
derivált, származékos, származék, származékot, származtatott
παράγωγος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
türev, türevi, türevinin, türevidir, türevini
παράγωγος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
похідний, похідна
παράγωγος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i prejardhur, derivat, derivativ, derivati, derivativi
παράγωγος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дериват, производно, производни, производно на
παράγωγος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вытворная, вытворчая
παράγωγος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tuletatud, tuletis, derivaat, derivaadi, derivaati, derivaadiga
παράγωγος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prerađevina, izveden, derivat, izvedenica, derivata, derivati, derivatom, derivativ
παράγωγος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afleiða, afleiðu, afleiðan, afleiður, afleidd
παράγωγος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
darinys, išvestinė, išvestinė finansinė priemonė, išvestinė priemonė
παράγωγος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atvasinājums, atvasinājumu, atvasinājuma, atvasinātais instruments
παράγωγος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дериват, деривати, деривативни, дериватни, извод
παράγωγος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
derivat, derivat de, derivat al, derivatul, instrument derivat
παράγωγος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
derivát, derivat, derivata, izvedeni finančni instrument, derivatom
παράγωγος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odvozený, derivát, derivátový nástroj, deriváty, derivátu
Στατιστικά δημοτικότητας: παράγωγος
Τυχαίες λέξεις