Προσαράσσω στα ισλανδικά
Μετάφραση: προσαράσσω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
land, jarðvegur, ástæða, jörð, strandaði, strandað, strandaglópar, þráða, einþátta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσαράσσω
προσαράσσω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, προσαράσσω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- προσήνεια στα ισλανδικά - affability
- προσανατολίζω στα ισλανδικά - Orient, áttum
- προσαρμογή στα ισλανδικά - aðlögun, breyta, að breyta, aðlaga, að aðlaga
- προσαρμόζω στα ισλανδικά - rétta, stilla, að stilla, breyta, aðlaga, stillt
Τυχαίες λέξεις
Προσαράσσω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: land, jarðvegur, ástæða, jörð, strandaði, strandað, strandaglópar, þráða, einþátta
Μεταφράσεις: land, jarðvegur, ástæða, jörð, strandaði, strandað, strandaglópar, þráða, einþátta