Λέξη: κώμα

Σχετικές λέξεις: κώμα

κώμα+θεραπεία, κώμα+καρκίνος

Συνώνυμα: κώμα

λήθαργος

Μεταφράσεις: κώμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coma, a coma
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
coma, estado de coma, de coma, el coma
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
koma, Koma, Coma
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coma, le coma, un coma, de coma
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coma, il coma, di coma, chioma
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coma, de coma, o coma, coma de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
coma
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крона, кома, запятая, комы, кому, коме, комой
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
koma, Coma
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
koma, coma, koman
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kooma, koomaan, koomassa, tajuttomuus, koomaa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
koma, coma
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
koma, kóma, coma, bezvědomí, komatu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koma, śpiączka, elektron, Coma, śpiączki, śpiączkę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kóma, kómában, coma, kómát, kómával
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koma, Coma, Saç, komaya, komada
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кома, крона, грудки, крон, кулі
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
komë, koma, gjendje kome, Coma, komë e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кома, комата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кома, камяка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nutt, kooma, koomat, koomas, koomani, koomale
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koma, coma, komu, komi, kome
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dá, meðvitundarleysi, dái, sem meðvitundarleysi, þar sem meðvitundarleysi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
koma, komą, komos, coma
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
koma, komu, komā, komas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кома, комата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
comă, coma, comei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koma, kóma, komo, coma, komi, kome
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kóma, kómu, kómy, kóme, bezvedomie

Στατιστικά δημοτικότητας: κώμα

Τυχαίες λέξεις