Κραυγάζω στα ιταλικά
Μετάφραση: κραυγάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grido, gridare, urlo, esclamare, esclamava, di esclamare
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κραυγάζω
κραυγάζω συνώνυμα, κραυγάζω ορισμός, κραυγάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κραυγάζω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κρατημένος στα ιταλικά - contegnoso, riservato, Held, tenuto, tenuto in, tenutasi, detenute
- κρατώ στα ιταλικά - subire, sostentamento, rimanere, serbare, presa, trattenere, confermare, ...
- κραυγή στα ιταλικά - grido, strillo, stridere, urlo, piangere, gridare, grido di, ...
- κραχ στα ιταλικά - schianto, crollo, caduta, scontro, crash del
Τυχαίες λέξεις
Κραυγάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: grido, gridare, urlo, esclamare, esclamava, di esclamare
Μεταφράσεις: grido, gridare, urlo, esclamare, esclamava, di esclamare