Λέξη: κραυγάζω

Σχετικές λέξεις: κραυγάζω

κραυγάζω συνώνυμα, κραυγάζω ορισμός

Συνώνυμα: κραυγάζω

κλαίω, φωνάζω, διαλαλώ, μαλώνω, ξεφωνίζω, αλαλάζω, ουρλιάζω, κράζω, αναφωνώ

Μεταφράσεις: κραυγάζω

κραυγάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scream, exclaim, halloo, whoop, bawl, shout

κραυγάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gritar, vociferar, chillar, grito, chillido, clamar, exclamar, exclamaba, exclaman, exclamará

κραυγάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
witz, schreien, aufschrei, scherz, ausrufen, rufen, rufe, auszurufen

κραυγάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crier, glapir, glapissement, cri, hurlement, jacasser, vacarme, criailler, boucan, pépier, gueuler, huée, piauler, tapage, brailler, beugler, exclamer, écrier, se écrier, se exclamer, écriait

κραυγάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grido, gridare, urlo, esclamare, esclamava, di esclamare

κραυγάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grito, gritar, riscar, bradar, exclamar, exclamam, exclamava, exclama

κραυγάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gieren, gillen, krijs, krijsen, gil, schreeuwen, joelen, schreeuw, roepen, uitroepen, exclaim, roep

κραυγάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
причитать, вопль, клекот, крик, крикнуть, кричать, верещать, визжать, визг, клёкот, орать, голосить, вскричать, клекотать, воскликнуть, восклицают, восклицать, воскликнет, воскликнут

κραυγάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skrike, utbryte, utbryter, å utbryte, utbrøt

κραυγάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ropa, rop, skrika, skrik, exclaim, utropa, utbrista, utropar, utbrister

κραυγάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hihkua, kirkua, parkaisu, parku, itkeä, huutaa, karjua, kirskunta, huudahtaa, exclaim, huudahti, huudahtamaan, huudahdamme

κραυγάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
råbe, skrige, udbryde, udbryder, at udbryde, udbrød

κραυγάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pištět, křik, výkřik, vykřiknout, zakřičet, vřískat, křičet, skučení, řvát, ječení, vřeštět, ječet, zvolat, zvolejte, zvolal, jakživ

κραυγάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
hałas, krzyczeć, piszczeć, krzyk, wrzeszczeć, wycie, zawrzeszczeć, wrzask, wyć, pisk, wykrzykiwać, zawołać, krzyknąć, wołać, wykrzyknąć

κραυγάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visítás, sikoly, felkiált, kiáltanak fel, felkiáltani, kiált

κραυγάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
feryat, bağırmak, çığlık, haykırmak, haykıracak, exclaim, haykırıyorum

κραυγάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кричати, крик, кричущий, крикнути, скрик, верещати, верескливий, вигукнути, викликнути

κραυγάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thërras, bërtas, thërrasin, thërriste, thërrasim

κραυγάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възкликвам, извиквам, възкликне, възкликнем, да възкликне

κραυγάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выклікнуць, ўсклікнуць, усклікнуць, выгукнуць

κραυγάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kisendama, karjuma, karje, hüüatama, hüüavad, hüüatavad, seletamist

κραυγάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kriknuti, vrištati, uzviknuti, uskliknuti, usklikne

κραυγάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hljóða, exclaim, hrópa

κραυγάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šaukti, rėkti, sušukti, sušunkame, Iekliegties

κραυγάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saukt, kliegt, kliedziens, izsaukties, iesaukties, izsaucos, izsaucas

κραυγάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воскликнеме, извикаме, викнат, извика, да воскликнеме

κραυγάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
exclama, exclame, exclamă, exclamăm, exclam

κραυγάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzkliknil, vzklikniti, vzklikali, Klikniti, vzklikajo

κραυγάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kričať, zvolať, vykríknuť
Τυχαίες λέξεις